- ράμνος
- ράμνος, ο και ράμνο, τοφυτό της οικογένειας των ραμνοειδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥάμνος — prickly shrubs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράμνος — ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ (σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα… … Dictionary of Greek
ῥάμνοι — ῥάμνος prickly shrubs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμνον — ῥάμνος prickly shrubs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμνου — ῥάμνος prickly shrubs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμνους — ῥάμνος prickly shrubs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμνων — ῥάμνος prickly shrubs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάμνῳ — ῥάμνος prickly shrubs masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
раменье — густой лес; лес, примыкающий к полям , рамень ж. – то же, рама окраинная область , др. русск. рама граница, пашня, примыкающая к лесу , рамениɪе лес по краю пашни, опушка леса , рамьнъ сильный, огромный . Вероятно, связано с рамяный (см.).… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) — u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ ) English meaning: to turn, bend Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen” Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… … Proto-Indo-European etymological dictionary